- υποστράτηγος
- ο / ὑποστράτηγος, ΝΑ [στρατηγός]νεοελλ.στρ. ανώτατος αξιωματικός τού στρατού, με βαθμό ανώτερο από τού ταξιάρχου και κατώτερο από τού αντιστρατήγουαρχ.αξιωματικός υπό τις διαταγές στρατηγού («ὅπου μὲν στρατηγὸς σῶς εἴη τὸν στρατηγὸν παρεκάλουν, ὁπόθεν δὲ οἴχοιτο, τὸν ὑποστράτηγον», Ξεν.)2. (σε επιγρ.) επωνυμία αξιωματικού στην Αθήνα3. στρατιωτικός πρεσβευτής.
Dictionary of Greek. 2013.